δουλώνω — δούλωσα, δουλώθηκα, δουλωμένος, κάνω κάποιον δούλο, τον κάνω υποχείριο: Δουλώνει τους υπαλλήλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
καθυποδουλώνω — (επιτατ. τού υποδουλώνω) καθιστώ κάποιον τελείως δούλο, υποδουλώνω ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδουλώ, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek
Αποστολοπούλου, Ναταλία — (Αβραμιό Μεσσηνίας 1914 – ).Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπέστη πολύχρονες διώξεις για την πολιτική της ένταξη στην Αριστερά. Μεταξύ άλλων, δημοσίευσε τα πεζογραφικά έργα Δεν δουλώνω, δεν απογράφω(1979), Στις … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek