δουλώνω

δουλώνω
(AM δουλῶ, -όω)
υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω
μσν.- νεοελλ.
(για ακίνητα) υποθηκεύω
νεοελλ.
κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή
μσν.
1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα
2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον
αρχ.
καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δουλώνω — δούλωσα, δουλώθηκα, δουλωμένος, κάνω κάποιον δούλο, τον κάνω υποχείριο: Δουλώνει τους υπαλλήλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • καθυποδουλώνω — (επιτατ. τού υποδουλώνω) καθιστώ κάποιον τελείως δούλο, υποδουλώνω ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδουλώ, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …   Dictionary of Greek

  • Αποστολοπούλου, Ναταλία — (Αβραμιό Μεσσηνίας 1914 – ).Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπέστη πολύχρονες διώξεις για την πολιτική της ένταξη στην Αριστερά. Μεταξύ άλλων, δημοσίευσε τα πεζογραφικά έργα Δεν δουλώνω, δεν απογράφω(1979), Στις …   Dictionary of Greek

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”